ροδόπηχυς

ροδόπηχυς
-υ και δωρ. τ. ῥοδόπαχυς και αιολ. τ. Fροδόπαχυς και βροδόπαχυς, Α
αυτός που έχει ρόδινα χέρια, ρόδινους βραχίονες (α. «Εὐνίκη ῥοδόπηχυς», Ησίοδ.
β. «Ἀῶ τὸν ροδόπαχυν», θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + πῆχυς (πρβλ. λευκό-πηχυς, χρυσό-πηχυς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ῥοδόπηχυς — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοδόπηχυ — ῥοδόπηχυς masc voc sg ῥοδόπηχυς neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοδοπήχεες — ῥοδόπηχυς masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοδοπήχεις — ῥοδόπηχυς masc nom/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοδοπήχεος — ῥοδόπηχυς masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοδόπηχυν — ῥοδόπηχυς masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοδόπαχυ — ῥοδόπᾱχυ , ῥοδόπηχυς masc voc sg (doric) ῥοδόπᾱχυ , ῥοδόπηχυς neut nom/voc/acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ARETE — unica nata Rhexenoris, Alcinoi, Regis Phaeacum uxor, ex qua Nausicaam filiam ac tres filios suscepit. Λευκώλενος Homero Od. n. v. 233. 335. dicitur. Orpheus in Argonaut. Α᾿ρήτη ροδόπηχυς, ἰδ᾿ Α᾿λκίνοος ςθεοειδής. Idem …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ροδόχειρ — ος, ο, η, Α ο ροδόπηχυς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + χειρ (< χειρ, χειρός), πρβλ. ανθρωπό χειρ, μαλακό χειρ] …   Dictionary of Greek

  • ρόδο — το / ῥόδον, ΝΜΑ και αιολ. τ. βρόδον, Α το άνθος τής ροδής, το τριαντάφυλλο (α. «ο Απρίλης με τα λουλούδια κι ο Μάης με τα ρόδα» β. «φύεται αὐτόματα ρόδα», Ηρόδ. γ. «οὔτε γὰρ ἐκ σκίλλης ῥόδα φύεται οὐδ ὑάκινθος», Θέογν.) νεοελλ. φρ. α) «ρόδο τής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”